-
1 στρατόπεδο(ν)
το прям., перен. лагерь; стан (высок.);στρατόπεδο(ν) της ειρήνης — лагерь мира;
στρατόπεδο(ν) συγκέντρωσης — концентрационный лагерь;
διαλύω το στρατόπεδο(ν) — сниматься с лагеря
-
2 στρατόπεδο(ν)
το прям., перен. лагерь; стан (высок.);στρατόπεδο(ν) της ειρήνης — лагерь мира;
στρατόπεδο(ν) συγκέντρωσης — концентрационный лагерь;
διαλύω το στρατόπεδο(ν) — сниматься с лагеря
-
3 лагерь
лагер||ьм1. воен. τό στρατόπεδο[ν] (тж. перен), ὁ καταυλισμός· \лагерь мира τό στρατόπεδο τής ἐΙρήνης· стоять, располагаться \лагерьем εἶμαι στρατοπεδευμένος, κατασκηνώνω, καταυλίζομαι· сниматься с \лагерья διαλύω τό στρατόπεδο· находиться во вражеском \лагерье прям., перен βρίσκομαι στό ἐχθρικό στρατόπεδο·2. (пионерский, туристический) ἡ κατασκήνωση [-ις]:пионерский \лагерь ἡ κατασκήνωση τῶν πιονέρων, ἡ πιονιέρικη κατασκήνωσή3. (концентрационный) τό στρατόπεδο συγκέντρωσης. -
4 концлагерь
концлагерь м (концентрационный лагерь ) το στρατόπεδο συγκέντρωσης* * *м(концентрацио́нный ла́герь) το στρατόπεδο συγκέντρωσης -
5 концентрационный
επ.της συγκέντρωσης•-лигерь στρατόπεδο συγκέντρωσης.
-
6 συγκέντρωση
[-ις (-εως)] η1) сосредоточение, концентрация (тж. перен.); группировка; собирание, сбор, накапливание (тж. перен.); массирование (воен.);συγκέντρωση πυρών — сосре-
доточение огня;συγκέντρωση στοιχείων — сбор фактов;
συγκέντρωση προσοχής — сосредоточивание внимания;
2) собрание;κομματική συγκέντρωση — партийное собрание;
3) концентрация; централизация; объединение;συγκέντρωση καί συγκεντροποίηση τού κεφαλαίου — концентрация и централизация капитала;
συγκέντρωση της παραγωγής — концентрация производства;
§ στρατόπεδο συγκέντρωσης — концентрационный лагерь
-
7 концлагерь
-я α.στρατόπεδο συγκέντρωσης.
См. также в других словарях:
στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου) в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… … Википедия
Μαουτχάουζεν — (Mauthausen). Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη της Άνω Αυστρίας. στην αριστερή όχθη του Δούναβη και σε απόσταση 30 χλμ. Α του Λιντς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων άρχισε να λειτουργεί τον… … Dictionary of Greek
Νταχάου — (Dachau). Πόλη (25.000 κάτ.) της Γερμανίας, στη Βαυαρία. Είναι χτισμένη σε απόσταση 505 μ. στα αριστερά του ποταμού Άμπερ και 12 χλμ. από το Μόναχο. Διαθέτει βιομηχανίες τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, μηχανοκατασκευών, υφασμάτων, χαρτιού και μπίρας … Dictionary of Greek
Αλμπβάκ, Μορίς — (Maurice Halbwachs, Ρενς 1877 – στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Γερμανία 1945). Γάλλος κοινωνιολόγος. Οπαδός του Μπερξόν, στράφηκε πολύ νωρίς στη μελέτη των κοινωνικών επιστημών, συνεργάστηκε στην Annιe sociologique και δούλεψε με τους… … Dictionary of Greek
Μπούχενβαλντ — Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιπάλων του ναζισμού ΒΔ της Βαϊμάρης. Πρόσφερε εργατικό δυναμικό σε πολυάριθμα συνεργεία που εργάζονταν για τη γερμανική βιομηχανία και, ιδιαίτερα, στα υπόγεια εργοστάσια του Ντόρα, τα οποία κατασκεύαζαν τα… … Dictionary of Greek
Ζάξενχαουζεν — (Sachenhausen). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Γερμανίας στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 34 χλμ. ΒΔ του Βερολίνου. Στο Ζ. υπήρχε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκονταν έγκλειστοι πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι διαφόρων… … Dictionary of Greek
Μακρόνησος ή Μακρονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (18,3 τ. χλμ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων, η οποία βρίσκεται απέναντι από το Λαύριο. Έχει μακρόστενο σχήμα, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία της. Στο νησί αυτό την άνοιξη του 1947 ιδρύθηκε στρατόπεδο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek