Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) το στρατόπεδο συγκέντρωσης

См. также в других словарях:

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου)  в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… …   Википедия

  • Μαουτχάουζεν — (Mauthausen). Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη της Άνω Αυστρίας. στην αριστερή όχθη του Δούναβη και σε απόσταση 30 χλμ. Α του Λιντς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων άρχισε να λειτουργεί τον… …   Dictionary of Greek

  • Νταχάου — (Dachau). Πόλη (25.000 κάτ.) της Γερμανίας, στη Βαυαρία. Είναι χτισμένη σε απόσταση 505 μ. στα αριστερά του ποταμού Άμπερ και 12 χλμ. από το Μόναχο. Διαθέτει βιομηχανίες τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, μηχανοκατασκευών, υφασμάτων, χαρτιού και μπίρας …   Dictionary of Greek

  • Αλμπβάκ, Μορίς — (Maurice Halbwachs, Ρενς 1877 – στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Γερμανία 1945). Γάλλος κοινωνιολόγος. Οπαδός του Μπερξόν, στράφηκε πολύ νωρίς στη μελέτη των κοινωνικών επιστημών, συνεργάστηκε στην Annιe sociologique και δούλεψε με τους… …   Dictionary of Greek

  • Μπούχενβαλντ — Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιπάλων του ναζισμού ΒΔ της Βαϊμάρης. Πρόσφερε εργατικό δυναμικό σε πολυάριθμα συνεργεία που εργάζονταν για τη γερμανική βιομηχανία και, ιδιαίτερα, στα υπόγεια εργοστάσια του Ντόρα, τα οποία κατασκεύαζαν τα… …   Dictionary of Greek

  • Ζάξενχαουζεν — (Sachenhausen). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Γερμανίας στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 34 χλμ. ΒΔ του Βερολίνου. Στο Ζ. υπήρχε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκονταν έγκλειστοι πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Μακρόνησος ή Μακρονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (18,3 τ. χλμ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων, η οποία βρίσκεται απέναντι από το Λαύριο. Έχει μακρόστενο σχήμα, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία της. Στο νησί αυτό την άνοιξη του 1947 ιδρύθηκε στρατόπεδο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»